Εικόνα ντροπής είναι πως έχουμε απομείνει τόσοι λίγοι να αγωνιζόμαστε ενάντια στην προστυχιά κι οι θεατές μήτε ντρέπονται μήτε και μετράνε τα λόγια τους.

[Ένας σχολιασμός σχετικά με τη δράση στην πρυτανεία της ΑΣΟΕΕ]

Είδαμε την εικόνα, διαβάσαμε το κείμενο, καταλάβαμε την στόχευση και σε όλα αυτά δε χωρά παρερμηνεία (πόσο μάλλον άτοποι – αν όχι αηδιαστικοί – παραλληλισμοί). Ναι, η δύναμη της εικόνας είναι τεράστια. Αν δεν υπήρχε αυτή, μπορεί και η δράση να περνούσε στα ψιλά. Για αυτήν την εικόνα κάποιοι ειλικρινά έδειξαν δυσαρέσκεια και το εξηγούν με πολιτική κριτική (πράγμα δεκτό). Αν και επιμένουμε πως οι διαδικασίες είναι ο χώρος για αυτό και όχι τα social media και το διαδίκτυο. Κάποιοι άλλοι επιδόθηκαν σε ύβρεις, έστησαν ολόκληρα σενάρια και στοχοποιητικές προσεγγίσεις ή το εκμεταλλεύονται (αντι/)πολιτευτικά (το ξαναλέμε για να μην πέφτουμε σε παγίδες• μπορεί η καθεστωτική αριστερά να μην κάνει αντιπολίτευση αλλά τα μέσα/άτομα που την στηρίζουν και οι ψηφοφόροι της λύνουν και δένουν καθημερινά εδώ μέσα).

Έπειτα, να ξεκαθαρίσουμε πως το λεγόμενο “κίνημα” σε κάτι τέτοιες καταστάσεις δείχνει και την ανυπαρξία του. Για άλλη μια φορά (όχι, δεν είναι η πρώτη δυστυχώς) “κομμάτια του” επιδίδονται σε μια κανιβαλιστική αισθητική πάνω στην “λανθασμένη αισθητική” που τα ενόχλησε. Μπορούμε να περιμένουμε τα πάντα από την εξουσία. Όταν, όμως, στο δημόσιο λόγο αυτά νομιμοποιούν – άμεσα ή έμμεσα – την επικήρυξη που επήλθε κι όχι μόνο, ας ψάξουμε να βρούμε, γιατί τα ίδια αυτά κομμάτια είναι χρήσιμα για αυτήν και όχι επικίνδυνα ενάντιά της. Δε θα μιλήσουμε καν για τη στόχευσή τους, παίζει να έχουν ξεχαστεί μεταξύ προνομίων και δημοκρατικών τόξων (εμμέσω πολλών αντιφάσεων). Επιπροσθέτως, ενισχύουν “τη θεωρία των δύο άκρων”, αυτό το τέχνασμα που τόσο βολεύει την ακροδεξιά, την κυβέρνηση, ακόμα και τις πλατφόρμες στις οποίες εκφράζονται παγκοσμίως.

Αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά το φόβο που υπάρχει για την περίπτωση όξυνσης του κρατικού πολέμου εναντίον μας. Αλλά στ’αλήθεια, τι άλλο πρέπει να γίνει; Ενώ, το τελευταίο τριήμερο, η δράση αυτή αποτέλεσε “μείζον ζήτημα”, στη Θεσσαλονίκη χθες οι αγωνιζόμενοι/ες εκδιώχθηκαν και κυνηγήθηκαν από δημόσιους χώρους• στην Αθήνα σήμερα παρομοίως με ξύλο και συλλήψεις• γενικά, αναρχικοί, ανεπιθύμητοι πληθυσμοί, όσες αντιστέκονται, ακόμα και άσχετα άτομα πληγώνονται με κάθε τρόπο από το καθεστώς.

Ως άνθρωποι, έχουμε ζήσει επί αιώνες στην καταπίεση και εκμετάλλευση με τους όρους των εξουσιαστών. Έχουν κάνει σε εμάς, περισσότερα από όσα θα μπορούσαμε ποτέ να εκδικηθούμε.

Ποιον υπερασπίζονται; Η εικόνα του συγκεκριμένου δεν αποτελεί τίποτε άλλο από τον καθρέφτη των χιλιάδων φοιτητών που έχουν περάσει από τα πανεπιστημιακά κτίρια κι ένιωσαν την ταπείνωση από τις καθηγητικές και παραταξιακές μαφίες που λυμαίνονται εκεί. Δεν αποτελεί άλλο από το πώς νιώθει ο καθένας μας, όταν βολεμένα γλοιώδη ανδρείκελα ορίζουν τις ζωές και τις δυνατότητές μας από μια θέση κατάχρησης εξουσίας. Το αν βλέπουμε τον εαυτό μας σε αυτή ή παίρνουμε μια μικρή ικανοποίηση είναι προσωπικό θέμα. Η θυματοποίηση είναι ένα σύνδρομο, το οποίο συνθλίβεται από την εξέγερση και την επίθεση για όλα όσα στερηθήκαμε.

Τέλος, αλήθεια, είμαστε υπέρ της αντι-βίας ή όχι;
Αν όχι, τότε το μονοπώλιο της βίας μπορεί να το έχει η εξουσία με την συναίνεση των καταπιεσμένων κι είμαστε πολύ περίεργοι να δούμε πώς θα αλλάξει αυτός ο καημένος κόσμος.
Αν ναι, πώς την ορίζουμε; Φυσικά, και δεν πρόκειται για τυφλή βία, ενέχει αξιακά και ηθικά διλήμματα. Φυσικά, για να το προλάβουμε, είμαστε εκ διαμέτρου αντίθετοι/ες με κρεμάλες, πηγάδες και όλα τα σχετικά. Κι αυτή η δράση δεν μπορεί να συγκριθεί με όλα αυτά.

Όταν χρησιμοποιούνται κατά κόρον βαρύγδουπες δηλώσεις και τσιτάτα, θα πρέπει – αν θέλουμε να λεγόμαστε αγωνιστές/επαναστάτριες ή έστω συνεπείς – να είμαστε έτοιμες να σταθούμε αξιοπρεπώς στη θέση που αυτά γίνονται πραγματικότητα. Οι λέξεις που δεν οπλίζονται αραχνιάζουν και καταντούν τελικά ψευδεπίγραφα ή περιπλανώμενες αναμνήσεις μιας ιστορίας που δε μας ανήκει, παρά μόνο αν φτιάχνουμε/συνεχίζουμε• αυτής των αντιστάσεων. Να μας συγχωρείτε, μα δε μας πείθει ούτε η λατρεία που επιδεικνύουν αυτά τα κομμάτια στο παρόν για τα κατορθώματα του παρελθόντος ή για όσα γίνονται μακριά από εδώ. Ο χρόνος είναι τώρα, ο τόπος είναι εδώ, για όσα έχουν το θάρρος να πάρουν την ευθύνη (με τα σωστά και τα λάθη) κι όχι να δικάζουν εκ του ασφαλούς. Να μας συγχωρούνε που δεν θέλουμε να δεχτούμε την ταφόπλακα μας αδρανείς και ηττημένοι.

Αφού δε μας σέβονται, ας μας φοβούνται. Εξάλλου, ο τύπος στη θέση του παραμένει και θα συνεχίζει να σπέρνει σκατά. Φανταστείτε οι από τα κάτω να δεσμεύονταν στην διεκδίκηση της ζωής τους, όπως κάνει αυτός και το συνάφι του.

Όλοι αυτές που αγανάκτησαν για τον πρύτανη, αλήθεια, πώς μπόρεσαν να ξεστομίσουν τα μύρια όσα για συντρόφια μας; Να τα βγάλουν στον τάκο μεταξύ άλλων, βορά στην κατασταλτική διάθεση των γδαρτών μας; Και πώς θα νιώθουν τα ίδια;

Το ζήτημα της επικήρυξης είναι σοβαρό. Με αυτό, ο αστικός κόσμος δίνει άλλο ένα σαφές μήνυμα, ξεκινώντας και πάλι από τους αναρχικούς: Πως ότι τους προσβάλλει, θα εξουδετερώνεται. Ζητά από τον καθένα να γίνει καταδότης ενισχύοντας το δόγμα “διαίρει και βασίλευε” κι ανοίγει ένα πλαίσιο, το οποίο μπορεί εύκολα – με την ασυδοσία των μηχανισμών του – να οδηγήσει σε δύσβατα μονοπάτια. Άλλο ένα συστατικό στην εξελισσόμενη δυστοπία. Ωστόσο, ενέχει, και την παραδοχή πως ενοχλήθηκε ιδιαίτερα• όπως πάντα ενοχλείται από όσα δεν μπορεί να ελέγξει.

Αυτά από εμάς με κάθε καλή διάθεση, παρά τη θλίψη. Στεκόμαστε πάντα με τους επικηρυγμένους, τους κυνηγημένους, τους κολασμένους. Γιατί όσες φανφάρες κι αν μας ταΐζει αυτός ο κόσμος, γνωρίζουμε πως είμαστε κομμάτι τους. Κι έχουμε επιλέξει αδιαπραγμάτευτα πλευρά.

“Θα τους τραβήξουμε να τους βγάλουμε μέσα από τα γραφεία τους. Έτσι να τους τραβήξουμε να τους βγάλουμε μέσα από τα meetings, για να τους δείξουμε πόσο υπέροχα καίγονται τα πολυτελέστατα αυτοκίνητά τους στα οδοφράγματα και να τους πούμε: Αρκετά ρε μαλάκες με την κονόμα και τις μαλακίες σας, μας γαμήσατε. Αρκετά, ρε μαλάκες, αρκετά.”

Ραδιοφράγματα

Παραθέτουμε, επίσης: MΙΑ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΟΕΕ